- στεγαστικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ἡ αναφέρεται στη στέγαση (α. «στεγαστικός σχιστόλιθος» — σχιστόλιθος που χρησιμοποιείται για την κατασκευή στέγηςβ. «στεγαστικό δάνειο» — δάνειο που χορηγείται για την απόκτηση στέγης, για την αγορά κατοικίας)2. φρ. «στεγαστική πολιτική» — πολιτική που αποτελεί μέρος τής όλης κοινωνικής πολιτικής ενός κράτους, με στόχο την εξασφάλιση στέγης σε όσα νοικοκυριά δεν μπορούν να καλύψουν αυτή τη βασική ανάγκη με δικά τους μέσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω / στεγαστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.